αυτοκάθαρση

αυτοκάθαρση
η (Α αὐτοκάθαρσις)
η ικανότητα απαλλαγής από ξένες ή βλαβερές ουσίες
αρχ.
πραγματική, απόλυτη κάθαρση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αυτοκάθαρση των νερών — Η λειτουργία που επιτελείται σε νερά που ρέουν (ποτάμια, χείμαρρους, ρυάκια, υπόγειες πηγές κλπ.), χάρη στις διάφορες ιδιότητες που έχει το ίδιο το νερό, και η οποία έχει τελικό αποτέλεσμα τον περιορισμό της μόλυνσής του σε κάπως ανεκτά επίπεδα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”